περικαλύπτει

περικαλύπτει
περικαλύπτω
cover all round
pres ind mp 2nd sg
περικαλύπτω
cover all round
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταστέλλω — (AM καταστέλλω) 1. κάνω κάτι να περιοριστεί, συγκρατώ την ορμή κάποιου, δαμάζω, υποτάσσω, αναχαιτίζω, σταματώ, καταπνίγω 2. κατευνάζω, καταπραΰνω, καθησυχάζω μσν. 1. κυριεύω, υποτάσσω 2. θάβω, ενταφιάζω αρχ. 1. διευθετώ, τακτοποιώ, ευτρεπίζω,… …   Dictionary of Greek

  • περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία …   Dictionary of Greek

  • πωλίον — τὸ, Α [πῶλος] 1. (υποκορ. τού πώλος) μικρό πουλάρι 2. μικρός ελέφαντας 3. ο υμένας που περικαλύπτει τον πώλο όταν είναι έμβρυο μέσα στην μήτρα …   Dictionary of Greek

  • τσίπα — η, Ν 1. λεπτός υμένας που περικαλύπτει κάτι 2. κρούστα που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρών και, ιδίως, τού γάλατος («το καλό γάλα κάνει τσίπα») 3. λιπώδης υμένας που περιβάλλει τα εντόσθια τών ζώων 4. λεπτός υμένας που απομένει μερικές φορές… …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • επίστρωμα — το, ατος 1. ό,τι στρώνεται πάνω σε κάτι άλλο (π.χ. τραπεζομάντιλο, χαλί κτλ.), στρώμα, επικάλυμμα. 2. (βοτ.), η μεμβράνη που περικαλύπτει τα σπόρια ορισμένων φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”